αναγραμματίζω — αναγραμματίζω, αναγραμμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγραμματίζω — (Μ ἀναγραμματίζω) αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση] … Dictionary of Greek
ἀναγραμματιζόμενον — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp masc acc sg ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματιζομένη — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματιζομένῳ — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματισθείς — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγραμματισθέν — ἀναγραμματίζω write the letters of a name in direct and then in reverse order aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγραμμα — το η λέξη που σχηματίστηκε από αναγραμματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γράμμα. ΠΑΡ. αναγραμματίζω, αναγραμματικός] … Dictionary of Greek
αναγραμμάτιση — η [αναγραμματίζω] ο αναγραμματισμός … Dictionary of Greek
μεταγραμματίζω — (ΑM μεταγραμματίζω) μεταβάλλω τη θέση τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, αναγραμματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γράμμα] … Dictionary of Greek